- φασκέλωμα
- και σφακέλωμα, το, Ν [φασκελώνω / σφακελώνω]η ενέργεια τού φασκελώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φασκέλωμα — το, ατος μούντζωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Moutza — Single moutza … Wikipedia
δεκατιά — η (Μ δεκατία) [δεκάτη] ο φόρος τής δεκάτης, η δεκάτη νεοελλ. 1. ο αποδεκατισμός 2. διπλό φασκέλωμα, μούτζες και με τα δέκα δάχτυλα μσν. 1. η προσφορά στον Θεό τού ενός δεκάτου τής παραγωγής 2. παραχώρηση σε άρχοντα, καταβολή ως φόρου ή πληρωμής… … Dictionary of Greek
μούντζα — και μούτζα και μούζα, η (Μ μούντζα και μούτζα και μούζα) καπνιά, μουντζούρα νεοελλ. 1. κηλίδα, μελανιά 2. επίχριση τού προσώπου κάποιου με μουντζούρα για εξευτελισμό 3. υβριστική χειρονομία με προτεταμένη την παλάμη και ανοιχτά τα δάχτυλα, αλλ.… … Dictionary of Greek
μούντζωμα — και μούτζωμα, το (Μ μούντζωμα και μούζωμα) [μουντζώνω] νεοελλ. 1. το να μουντζώνει κάποιος, το να κάνει υβριστική χειρονομία με ανοιχτή την παλάμη και τεντωμένα τα δάχτυλα, φασκέλωμα 2. μτφ. εγκατάλειψη λόγω περιφρόνησης μσν. μαυρίλα, μουντζούρα … Dictionary of Greek
σφακέλωμα — (I) το, Ν [σφακελούμαι] γάγγραινα. (II) το / σφακέλωμαν, ΝΜ βλ. φασκέλωμα. (III) το, Ν (μυκητ.) γένος δευτερομυκήτων που ανήκει στην τάξη μελανκονιώδη τής κλάσης κοιλομύκητες και περιλαμβάνει 50 περίπου κοσμοπολίτικα είδη … Dictionary of Greek
φασκελιά — η φάσκελο, φασκέλωμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)